- ρίχνω
- έριξα, ρίχτηκα, ριγμένος1. κάνω κάτι να πέσει: Έριξε από το δέντρο κάμποσα μήλα.2. ανατρέπω, γκρεμίζω: Το 'ριξαν το σπίτι και χτίζουν πολυκατοικία.3. πετώ, εκσφενδονίζω: Οι διαδηλωτές έριχναν τούβλα στους αστυφύλακες.4. πυροβολώ: Του 'ριξε και τον άφησε στον τόπο.5. φρ., «Ρίχνω κανόνι», χρεοκοπώ· «Ρίχνω φως», εξηγώ, σαφηνίζω· «Έριξε το παιδί» (για έγκυο), απόβαλε· «Το ρίχνω έξω», παραδίνομαι στις διασκεδάσεις, διώχνω τις φροντίδες από πάνω μου. Το μέσ., ρίχνομαι1. ορμώ, επιτίθεμαι: Τα σκυλιά μάς ρίχτηκαν με μανία.2. ερωτοτροπώ: Ρίχνεται σε κάθε γυναίκα που θα γνωρίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.